- στλέγγισμα
- στλέγγ-ισμα, ατος, τό,A like γλοιός, the oil and dirt scraped off by the στλεγγίς, Arist.Mir.839b25; in form στέλγισμα, Lyc. 874.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στλέγγισμα — the oil and dirt scraped off by the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* … Dictionary of Greek
στλεγγισμάτων — στλέγγισμα the oil and dirt scraped off by the neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στλεγγίσματα — στλέγγισμα the oil and dirt scraped off by the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλγισμα — ίσματος, τὸ, Α βλ. στλέγγισμα … Dictionary of Greek